- εκμιαίνω
- ἐκμιαίνω (Α)1. μολύνω υπερβολικά2. παθ. ἐκμιαίνομαιχύνω το σπέρμα μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
ՊՂԾԵՄ — (եցի.) NBH 2 0654 Chronological Sequence: Early classical, 5c ն. βεβηλόω polluo, profano ἁλισγέω contamino եւն. Պիծ առնել. անպատիւ եւ անսուրբ առնել զսրբեալն աստուծոյ. աղտեղել. ... *Պահեսջիք զշաբաթս, զի սրբութիւն է այն տեարն եւ ձեզ. պղծեսցէ զնա.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)